αχάλαστος

αχάλαστος
και αχάλαγος, -η, -ο (AM ἀχάλαστος, -ον)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταστραφεί
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει δαπανηθεί ή καταναλωθεί
2. (για χρήματα) αυτός που δεν ανταλλάχθηκε με νομίσματα μικρότερης αξίας
3. όποιος δεν σφάχτηκε ή δεν θανατώθηκε
4. ο αδιάφθορος
μσν.
(για διαθήκη) απρόσβλητη
αρχ.
ο αχαλάρωτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αχάλαστος — η, ο 1. αυτός που δεν καταστράφηκε: Ο σεισμός δεν άφησε τίποτε αχάλαστο. 2. αυτός που δεν τον σκότωσαν: Οι Τούρκοι λίγους άφησαν αχάλαστους. 3. αυτός που δεν ανταλλάχτηκε με μικρότερα νομίσματα ίσης συνολικά αξίας: Είχε ένα πενηντάρικο αχάλαστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιάφθορος — η, ο αυτός που δε διαφθείρεται, αχάλαστος: Μέσα στη γενική φθορά αυτός έμεινε αδιάφθορος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθάνατος — η, ο 1. αυτός που δεν πεθαίνει, απέθαντος: Η ψυχή είναι αθάνατη. 2. ένδοξος, αλησμόνητος: Οι αθάνατοι ήρωες του Εικοσιένα. 3. στερεός, αχάλαστος (για συγκεκριμένα πράγματα): Αυτό το ύφασμα είναι αθάνατο. 4. αυτός που δίνει αθανασία: Πάω γι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”