- αχάλαστος
- και αχάλαγος, -η, -ο (AM ἀχάλαστος, -ον)μσν.- νεοελλ.αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταστραφείνεοελλ.1. εκείνος που δεν έχει δαπανηθεί ή καταναλωθεί2. (για χρήματα) αυτός που δεν ανταλλάχθηκε με νομίσματα μικρότερης αξίας3. όποιος δεν σφάχτηκε ή δεν θανατώθηκε4. ο αδιάφθοροςμσν.(για διαθήκη) απρόσβλητηαρχ.ο αχαλάρωτος.
Dictionary of Greek. 2013.